πολλοστός

πολλοστός
-ή, -ό / πολλοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.)
νεοελλ.
τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά»)
αρχ.
1. ένας από τους πολλούς («πολλοστός ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξη», Ισοκρ.)
2. (με την πρόθεση από) ο πολύ απομακρυσμένος, απώτατος («πολλοστὸς ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος», Πρόκλ.)
3. πολύς σπουδαίος («ἀνὴρ αὐτὸς πολλοστός ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ», ΠΔ)
4. αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη
5. φρ. α) «τὰ πολλοστὰ σκληρότητι» — τα πάρα πολύ σκληρά (Πλάτ.)
β) «πολλοστὸν μέρος» ή «πολλοστὸν μόριον» — κλάσμα που έχει αριθμητή τη μονάδα και παρονομαστή μεγαλύτερο αριθμό
γ) «πολλοστῷ ἔτει» ή «πολλοστῷ χρόνῳ» — μετά από παρέλευση πολλών ετών
δ) «τὸ πολλοστὸν λέγω» — μεταχειρίζομαι διαδοχικά πολλά ονόματα.
επίρρ...
πολλοστῶς Α
κατά πολύ μικρότερο βαθμό ή σε πολύ κατώτερη σειρά («πρώτως μὲν θεοί, δευτέρως δὲ ἢ καὶ πολλοστῶς ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν», Ερμεί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. -στός τών τακτικών αριθμητικών (πρβλ. εικο-στός, ποσο-στός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολλοστός — far on in the ordinal series first masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστός — ή, ό ο ένας από τους πολλούς, ο τελευταίος απ όλους: Το λέω για πολλοστή φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολλοστά — πολλοστός far on in the ordinal series first neut nom/voc/acc pl πολλοστά̱ , πολλοστός far on in the ordinal series first fem nom/voc/acc dual πολλοστά̱ , πολλοστός far on in the ordinal series first fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστῶν — πολλοστός far on in the ordinal series first fem gen pl πολλοστός far on in the ordinal series first masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστόν — πολλοστός far on in the ordinal series first masc acc sg πολλοστός far on in the ordinal series first neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοσταῖς — πολλοστός far on in the ordinal series first fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοσταί — πολλοστός far on in the ordinal series first fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστοῖς — πολλοστός far on in the ordinal series first masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστοί — πολλοστός far on in the ordinal series first masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστοῦ — πολλοστός far on in the ordinal series first masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”